Τούρλος

Τούρλος
I
Οικισμός (υψόμ. 15 μ.), στην πρώην επαρχία Σύρου, του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκονίων.
II
Μικρό νησί κοντά στην Πάρο. Μαζί με το νησί Όρο σχηματίζει θαλάσσιο στενό πολύ επικίνδυνο στη ναυσιπλοΐα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Απόνησα — Ονομασία πέντε μικρών νησιών πολύ κοντά στο ακρωτήριο Αφαία ή Τούρλος του βορειοανατολικού άκρου της Αίγινας, σε περιοχή όπου τα νερά είναι αβαθή και επικίνδυνα. Η μεγαλύτερη από τις βραχονησίδες αυτές ονομάζεται Τούρλος …   Dictionary of Greek

  • Αντίπαρος — Νησί (38 τ. χλμ., 1.037 κάτ.) των Κυκλάδων στα δυτικά της Πάρου, από την οποία χωρίζεται με το Στενό της Α. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι ο Άγιος Ηλίας (308 μ.). Στο νησί βρίσκεται ο ομώνυμος οικισμός, γνωστός και ως Kάστρο. Πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • Απόνητο ή Απόνησο — Ονομασία δύο μικρών ελληνικών νησιών. Το ένα βρίσκεται κοντά στην Αίγινα, νότια από το ακρωτήριο Αφαία ή Τούρλος. Το νησί αυτό μοιάζει με μεγάλο βράχο και γύρω του υπάρχουν πολλοί ύφαλοι. Το άλλο βρίσκεται μπροστά στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • Κύθνος — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 676 κάτ.) της Κύθνου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού, 7 χλμ. Β του λιμανιού του Μέριχα. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου του νομού Κυκλάδων. II Νησί (99 τ. χλμ., 1.608 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στις… …   Dictionary of Greek

  • Μύκονος — Νησί (85,48 τ.χλμ.) των βορειοανατολικών Κυκλάδων, μεταξύ της Τήνου και της Νάξου. Διοικητικά ανήκει στον νομό Κυκλάδων και αποτελείται από τον δήμο Μυκόνου (9.320 κάτ.) στον οποίο υπάγονται τα δημοτικά διαμερίσματα Μυκονίων (7.929 κάτ.) και Άνω… …   Dictionary of Greek

  • Σπυριδονήσι — Μικρό νησί των Κυκλάδων με απόκρημνες ακτές. Βρίσκεται μπροστά στο λιμάνι της Παροικίας στην Πάρο. Το Σ. είναι το μεγαλύτερο μιας συστάδας νησιών (Σπυριδονήσια), τα οποία λέγονται Διπλό, Κάβουρας, Κόκκινο, Τούρλος, Μπούβες και Πόρτες, θεωρούνται… …   Dictionary of Greek

  • tralala — TRALALÁ interj. Cuvânt care imită o melodie vocală sau înlocuieşte cuvintele necunoscute ale unei melodii. ♢ expr. (Adjectival) A fi cam tralala = a fi (cam) zăpăcit, (cam) nebun. – Onomatopee. Trimis de claudia, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 … …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”